μαζοχισμός — (masochism). Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των διαστροφών, κατά την οποία αυτός που πάσχει, ικανοποιείται με το να υποφέρει. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του Αυστριακού συγγραφέα Λέοπολντ φον Ζάχερ Μάζοχ (Leopold von Sacher Masoch, 1836 1895), ο… … Dictionary of Greek
αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… … Dictionary of Greek
μαζοχιστής — ο, θηλ. μαζοχίστρια αυτός που πάσχει από μαζοχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. masochiste (βλ. μαζοχισμός)] … Dictionary of Greek
σαδομαζοχισμός — ο, Ν η συνύπαρξη σαδισμού και μαζοχισμού στο ίδιο άτομο, η επιθυμία για επιβολή σε ένα άτομο και, συγχρόνως, η υποταγή σ’ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadomasochisme < sad isme (βλ. σαδισμός) + συνδετικό φωνήεν ο + masochisme (βλ. μαζοχισμός)] … Dictionary of Greek
Σάχερ - Μάζοχ, Λεοπόλντ — (Sacher Ma soch). Αυστριακός συγγραφέας (1836 1895). Σπούδασε νομικά και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του καθηγητή στο Λβοφ, το οποίο όμως γρήγορα εγκατάλειψε για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, θεωρείται ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της… … Dictionary of Greek