μαζοχισμός

μαζοχισμός
ο
(λ. γαλλ.), ικανοποίηση, συχνά σεξουαλική, που επιτυγχάνεται με την πρόκληση πόνου ή ύστερα από κακομεταχείριση, ταπείνωση, εξευτελισμό κτλ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μαζοχισμός — (masochism). Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των διαστροφών, κατά την οποία αυτός που πάσχει, ικανοποιείται με το να υποφέρει. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του Αυστριακού συγγραφέα Λέοπολντ φον Ζάχερ Μάζοχ (Leopold von Sacher Masoch, 1836 1895), ο… …   Dictionary of Greek

  • αλγολαγνεία — Σεξουαλική διαστροφή. Η ανάγκη ορισμένων ανώμαλων ατόμων να συνδυάζουν τη σεξουαλική πράξη με τη βία, την ταπείνωση, τη σκληρότητα κλπ., με στόχο τη μεγαλύτερη σεξουαλική απόλαυση ή και την ίδια τη σεξουαλική ηδονή, που είναι ανίκανοι να… …   Dictionary of Greek

  • μαζοχιστής — ο, θηλ. μαζοχίστρια αυτός που πάσχει από μαζοχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. masochiste (βλ. μαζοχισμός)] …   Dictionary of Greek

  • σαδομαζοχισμός — ο, Ν η συνύπαρξη σαδισμού και μαζοχισμού στο ίδιο άτομο, η επιθυμία για επιβολή σε ένα άτομο και, συγχρόνως, η υποταγή σ’ αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadomasochisme < sad isme (βλ. σαδισμός) + συνδετικό φωνήεν ο + masochisme (βλ. μαζοχισμός)] …   Dictionary of Greek

  • Σάχερ - Μάζοχ, Λεοπόλντ — (Sacher Ma soch). Αυστριακός συγγραφέας (1836 1895). Σπούδασε νομικά και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του καθηγητή στο Λβοφ, το οποίο όμως γρήγορα εγκατάλειψε για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία, θεωρείται ένας από τους καλύτερους πεζογράφους της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”